ἀκοντιστική

ἀκοντιστική
ἀκοντιστικός
skilled in throwing the dart
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακοντιστικός — ή, ό (Α ἀκοντιστικός, ή, ὸν) [ἀκοντίζω] επιτήδειος στο να ρίχνει ακόντιο αρχ. (το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) ἡ ἀκοντιστικὴ ή τὰ ὰκοντιστικά η τέχνη τού ακοντισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”